Εάν πράγματι επίκειται λήξη του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, όπως έχει υποσχεθεί ο Τραμπ, η Ευρώπη θα χρειαστεί να ξαναχτίσει τη σχέση της με τις δύο χώρες. Αυτό δεν θα είναι εύκολο, δεδομένης της πάρα πολύ σκληρής στάσης που κράτησε εναντίον της Ρωσίας, η οποία, εκτός από τις αναμενόμενες και εντός πλαισίου εμπορικές κυρώσεις, περιελάμβανε και πολλές άδικες και εξωθεσμικές κινήσεις, όπως την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των Ρώσων.
Κανείς φυσικά δεν γνωρίζει σήμερα αν και πότε θα σταματήσει ο πόλεμος, ούτε ποιο θα είναι το καθεστώς που θα συμφωνηθεί στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ολοι θα χρειαστεί να κάνουν υποχωρήσεις, όλοι θα δώσουν κάτι και θα πάρουν κάτι, όλοι θα προσπαθήσουν να εμφανιστούν ως νικητές και φυσικά όλοι θα είναι στην πραγματικότητα χαμένοι, ειδικά αν μπούν στον λογαριασμό οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν και συνεχίζουν να χάνονται σε αυτόν τον πόλεμο.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θρηνεί ανθρώπινα θύματα, όπως η Ρωσία και η Ουκρανία, υπέστη όμως τεράστιο οικονομικό πλήγμα αφού η διακοπή του εμπορίου προκάλεσε ελλείψεις προϊόντων και πληθωρισμό, αύξησε σημαντικά το ενεργειακό κόστος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και επιβάρυνε τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (δηλαδή τους Ευρωπαίους φορολογούμενους) με μεγάλα κόστη για τη συνεχή τροφοδότηση της Ουκρανίας με όπλα.
Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα, αλλά δεν είναι φυσικά στο χέρι του. Εξαρτάται πρωτίστως από τις αποφάσεις των Ρώσων και των Ουκρανών που ευτυχώς, όπως φαίνεται, θέλουν και οι δύο να τελειώσει ο πόλεμος.
Αν υποθέσουμε ότι όλα πάνε καλά και τελειώσει σύντομα ο πόλεμος με οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών, η Ευρώπη θα πρέπει να δει πώς θα ξαναχτίσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, που είναι ένας πολύ μεγάλος εμπορικός εταίρος. Δεν θα είναι εύκολο για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι οι διπλωματικές ισορροπίες έχουν διαταραχθεί, δεύτερον, διότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν συμφωνούν όλες στο ποια θα είναι η σχέση Ε.Ε. – Ρωσίας στο μέλλον, τρίτον, διότι ο Τραμπ έχει τη δική του ατζέντα για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε., η οποία σε πολλά σημεία είναι αρνητική για τη διαμόρφωση μιας νέας σχέσης μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας.
Ο ενεργειακός τομέας είναι ένα από τα μεγάλα αγκάθια στη διαμόρφωση της νέας σχέσης της Ε.Ε. τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ.
Πριν από τον πόλεμο, η Ε.Ε. αγόραζε φυσικό αέριο από τη Ρωσία, ουσιαστικά ήταν βαριά εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο. Με τον πόλεμο οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου σταμάτησαν θεωρητικά, υπήρχαν βέβαια παραβιάσεις και λαθρεμπορία.
Οι συζητήσεις στα κλειστά κλαμπ της Ε.Ε. για την επανέναρξη των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου έχουν ξεκινήσει, αλλά οι συμμετέχοντες έχουν χωριστεί σε δύο πλευρές, σε αυτούς που θεωρούν ότι πρέπει να ξαναρχίσουν οι εισαγωγές και σε αυτούς που θεωρούν αδιανόητη μια τέτοια εξέλιξη. Οι πρώτοι εξηγούν ότι οι εισαγωγές ρωσικού αερίου θα μειώσουν το κόστος της ενέργειας στην Ε.Ε. και θα βοηθήσουν βιομηχανία και καταναλωτές. Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί η Ε.Ε. να εξαρτάται ενεργειακά από τους Ρώσους διότι πλέον η Ρωσία είναι μια εχθρική υπερδύναμη.
Στην κουβέντα μπαίνουν και όσοι υποστηρίζουν την επικρατούσα τα τελευταία χρόνια πράσινη πολιτική της Ε.Ε., η οποία πρεσβεύει ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι ενεργειακά ανεξάρτητη και να στηρίζεται μόνο σε εναλλακτικές μορφές παραγωγής ενέργειας, φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες προκειμένου να προστατεύσει και το περιβάλλον. Η πράσινη πολιτική έχει τεράστιο κόστος για την Ευρώπη διότι ανεβάζει πάρα πολύ το κόστος της ενέργειας μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι απαιτούμενες επενδύσεις για την επίτευξη της εκμηδένισης των ρύπων.
Υπό το βάρος λοιπόν της πράσινης πολιτικής και της εχθρικής σχέσης της με τη Ρωσία, η Ε.Ε. αντιμετωπίζει ένα τεράστιο οικονομικό κόστος, το οποίο θα περιοριζόταν αν ξεκινούσε ξανά τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και αν μετέθετε τους στόχους εκμηδενισμού των ρύπων για κάποια χρόνια στο μέλλον, πράγμα που πολύ ισχυρές πολιτικές ομάδες στην Ε.Ε. δεν θέλουν.
Καθώς μπήκε στο παιχνίδι και ο Τραμπ, ο οποίος απαιτεί από την Ευρώπη να αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές της από τις ΗΠΑ, τα πράγματα περιπλέκονται.
Για να αυξηθούν οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από τις ΗΠΑ πρέπει να αυξηθεί η ποσότητα αμερικανικού LNG που εισάγει η Ευρώπη. Αν αρχίσουν ξανά εισαγωγές από τη Ρωσία, η αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ θα εμποδιστεί σε κάποιον βαθμό. Θα πρέπει δηλαδή η Ε.Ε. να βρει μια ισορροπία πόσο θα εισάγει από τις ΗΠΑ για να ικανοποιήσει τον Τραμπ και να αποφύγει τους δασμούς με τους οποίους την απειλεί και πόσο θα εισάγει από τη Ρωσία.
Το απόλυτο αδιέξοδο δημιουργείται από το γεγονός ότι το πόσο φυσικό αέριο θα εισάγει η Ε.Ε. και από πού δεν εξαρτάται από τις αποφάσεις της ηγεσίας της, αλλά από τις αποφάσεις των επιχειρηματιών που θα εισάγουν απ’ όπου βρουν το φθηνότερο και το φθηνότερο είναι σίγουρα το ρώσικο. Συνεπώς το τι συζητάει το κλειστό κλαμπ της Ε.Ε. μικρή σημασία έχει, εκτός αν συζητάει να συνεχίσει εν καιρώ ειρήνης τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Αλλά αυτό δεν στέκει, διότι δεν θα είναι κυρώσεις «τιμωρίας» της Ρωσίας, αλλά θα αποσκοπούν στη διευκόλυνση των ΗΠΑ και θα έχουν πολύ μεγάλο κόστος για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τους καταναλωτές. Δεν μπορεί συνεπώς η ευρωπαϊκή ηγεσία να αποφασίσει εις βάρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και των Ευρωπαίων πολιτών για να κρατήσει ικανοποιημένο τον Τραμπ.
Και πάλι σήμερα οι Ευρωπαίοι είναι διχασμένοι, όπως πάντα. Διχασμένοι σε όλα. Στο πώς θα απαντήσουν στις πιέσεις του Τραμπ, στο αν και πώς θα διαμορφώσουν μια νέα σχέση με τη Ρωσία, στο αν θα συνεχίσουν την πράσινη ανάπτυξη, στο αν θα επιδιώξουν ενεργειακή ανεξαρτησία.
Ολες αυτές οι γεωπολιτικές αποφάσεις είναι, κυρίως, οικονομικές. Και όλες έχουν τεράστιο κόστος για την Ευρώπη, η οποία ξαφνικά πρέπει επιπλέον να χρηματοδοτήσει και την άμυνά της, τώρα που οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν δείχνουν και πολλή προθυμία να τη στηρίζουν αμυντικά, αν η ίδια δεν βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Προτού ακόμη αρχίσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να εντείνουν τα μεταξύ τους παζάρια, με την ελπίδα ότι ίσως επιτέλους, υπό την πίεση των δύσκολων συνθηκών, καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα κοινώς αποδεκτό σχέδιο δράσης. Κι αυτό δεν ήταν ποτέ εύκολο για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι, ελλείψει ακριβώς αυτής της δυνατότητας «να τα βρουν» μεταξύ τους, έχουν καταλήξει μια μη υπολογίσιμη δύναμη στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα.