Ατιμο πράμα η πολιτική. Εκατό σωστά να κάνεις κι ένα λάθος, τελικά το λάθος είναι αυτό που στιγματίζει και σβήνει τα σωστά. «Αυτή είναι η Ελλάδα, δεν το γνωρίζουμε;», είχε αναρωτηθεί ο Κώστας Σημίτης στη Βουλή μετά το τραγικό ναυάγιο του «Σάμινα» όπου πνίγηκαν 81 άνθρωποι. Μια φράση που ναι μεν εμπεριέχει πικρές αλήθειες, αλλά στιγμάτισε τον Σημίτη και όλες τις εκσυγχρονιστικές του προσπάθειες. Λίγα χρόνια αργότερα, επί ενός άλλου πρωθυπουργού, του Κώστα Καραμανλή, κάηκε η μισή Ηλεία και 63 συνάνθρωποί μας. Λίγους μήνες μετά έγιναν εκλογές και τις κέρδισε πανηγυρικά και πάλι ο Κ. Καραμανλής χωρίς να καθίσει στο σκαμνί κανένας, όπως δεν απολογήθηκε κανένας πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός.

Το 2017, 24 άνθρωποι πνίγηκαν στις πλημμύρες της Μάνδρας και πάλι κανένας δεν λογοδότησε, γιατί προφανώς η ρήση Σημίτη είναι πάντοτε επίκαιρη. Εναν χρόνο αργότερα, και επί ημερών της ίδιας κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κάηκαν 104 άνθρωποι στο Μάτι. Η δίκη που έγινε μετά από 6 χρόνια δεν έστειλε κανέναν στη φυλακή γιατί ισχύει το προφανές: «Αυτή είναι η Ελλάδα».
Και ερχόμαστε στο τραγικό δυστύχημα-έγκλημα των Τεμπών, χωρίς καμιά διάθεση συμψηφισμού, όπου 57 άνθρωποι, κατά κύριο λόγο νέα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους και άφησαν μια ανοικτή χαίνουσα πληγή στην ελληνική κοινωνία. Από εκείνη την αποφράδα μέρα μεσολάβησαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις και παρότι σύσσωμη η αντιπολίτευση χρεώνει στον Μητσοτάκη συγκάλυψη των υπαιτίων, οι Ελληνες τον ξαναεμπιστεύτηκαν και τουλάχιστον μέχρι πριν από μερικές ημέρες τον θεωρούσαν μακράν τον καταλληλότερο σε σχέση με τους αντιπάλους του.

Η διοργάνωση όμως κάποιων διαδηλώσεων, στις οποίες κατέβηκαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες πολιτών που ζητούσαν δικαίωση για τους αδικοχαμένους και μαζί τους η αντιπολίτευση, έφερε μια νέα κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό, που πλέον κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει.

Ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν κολλημένοι στον τοίχο και ενώ ακόμα δεν έχουμε πρακτικά κάποια νέα εξέλιξη πέραν των μαζικών διαδηλώσεων.

Ακόμα και το πόρισμα του Πολυτεχνείου που αναμένεται να μας φωτίσει να καταλάβουμε γιατί έγινε η μεγάλη έκρηξη, η οποία αποτελείωσε ενδεχομένως κάποιους τραυματισμένους, δεν το έχουμε δει και άρα δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ντε και καλά ανατροπή σε όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Εκτός κι αν γνωρίζει κάτι πιο συγκεκριμένο ο Μητσοτάκης και γι’ αυτό βγήκε απολογούμενος και διατεθειμένος να αποδώσει ευθύνες στους υπαίτιους όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Οπως επίσης δεν έχουμε δει ακόμα το πόρισμα του εφέτη ανακριτή που διερευνά διεξοδικά την υπόθεση εδώ και δύο χρόνια, από το οποίο επίσης θα συναχθούν κάποια συμπεράσματα, να επιρρίπτει ευθύνες και να καθίζει στο σκαμνί τους φταίχτες πολιτικούς και μη.

Ομως, αυτά τελούν εν αναμονή. Παρά ταύτα, η αντιπολίτευση εργαλειοποιώντας αυτό το δράμα, που συγκινεί ακόμα όλη την κοινωνία, προσπαθεί να δρέψει πολιτικά οφέλη και, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, να ρίξει με αυτό τον τρόπο τον Μητσοτάκη, μια και δεν μπορεί διαφορετικά. Γι’ αυτό και η προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή που ζήτησαν, για να ξαναπούν προφανώς τα ίδια που λένε εδώ και δύο χρόνια, μιας και δεν υπάρχουν ακόμα νέα στοιχεία που να τεκμηριώνουν ευθύνες ποινικές ή πολιτικές για στελέχη της κυβέρνησης. Γι’ αυτό και η σχεδιαζόμενη πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης αν βρεθεί έστω και ψήγμα ενοχής πολιτικών και κρατικών λειτουργών για συγκάλυψη.

Και μέσα σε όλα αυτά, έχουν ξεχαστεί ο σταθμάρχης Λάρισας που έδωσε το πράσινο φως στην αμαξοστοιχία, δηλαδή ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος, και αυτοί που τον εμπιστεύτηκαν ενώ γνώριζαν την ανικανότητά του. Οι καρδερινόψυχοι βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης από προχθές τα έχουν βάψει μαύρα και η αντιπολίτευση θεωρεί πλέον πως βρήκε την αχίλλειο πτέρνα του Μητσοτάκη και ότι είναι θέμα λίγου χρόνου να τον ρίξουν. Και αν δικαιωθούν στις εκτιμήσεις τους και δεν αντέξει η κυβέρνηση από νέες διαδοχικές διαδηλώσεις ή την αναβίωση του εγκλήματος μέσα στη δικαστική αίθουσα και πέσει, υπάρχει ένα απλό ερώτημα. Μετά, τι;

Είναι αρκετό να μην έχεις ευθύνες για τα Τέμπη επειδή ήσουν στην αντιπολίτευση για να κυβερνήσεις μια χώρα χωρίς άλλα εφόδια; Και δεν λέω, μπορεί να υπάρχουν, διότι ουδείς αναντικατάστατος, αλλά μέχρι τώρα δεν το έχουμε δει ή δεν έχουμε πειστεί. Και μακριά από μένα το μη χείρον βέλτιστον.

Οπως και να ‘χει, μπήκαμε σε μια νέα μακρά και απρόβλεπτη περίοδο, που μακάρι στο τέλος να μάθουμε ποιος πραγματικά έφταιξε, να αποδοθεί δικαιοσύνη και να πέσουν όσα κεφάλια πρέπει να πέσουν, γιατί δεν αρκεί το σκύψιμο του κεφαλιού στις οικογένειες των αθώων θυμάτων.