Της Στεφανίας Σούκη
Με θετικές επιδόσεις φαίνεται ότι θα κλείσει το 2018 για τα δύο ξενοδοχεία του ομίλου ΛΑΜΨΑ στο Σύνταγμα, τη Μεγάλη Βρετανία και το King George.
Η αύξηση στα έσοδα των δύο εμβληματικών μονάδων στην «καρδιά» της ελληνικής πρωτεύουσας εκτιμάται στα πέριξ του 10%, γεγονός το οποίο οφείλεται αφενός στις βελτιωμένες πληρότητες (οι οποίες πάντως ήταν ήδη στα υψηλά από πέρυσι), αφετέρου στην άνοδο ως προς τις τιμές των δωματίων.
Για τα υπόλοιπα ξενοδοχεία που βρίσκονται στην «ομπρέλα» του ομίλου και δη της Ρόδου η χρονιά που τελειώνει παραπέμπει σε σταθερότητα, με τα πρώτα δείγματα της υψηλής σεζόν του Αυγούστου να παραπέμπουν σε μία σχετική κόπωση για το νησί, ενώ σταθερά είναι και τα νούμερα της Σερβίας, δείγμα ωστόσο θετικό αν ληφθεί υπόψη ότι η ξενοδοχειακή αγορά εκεί βρισκόταν σε πτώση
Ειδικά για την Αθήνα, το επόμενο «στοίχημα» του ομίλου ΛΑΜΨΑ έχει να κάνει με τη νέα πεντάστερη μονάδα του Συντάγματος που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά στις δύο υφιστάμενες: Ο λόγος για την αναβίωση του πρώην ξενοδοχείου King’s Palace, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου 4 και Κριεζώτου, το οποίο ανήκει ιδιοκτησιακά στο Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Πρώην Εργαζομένων της Αγροτικής Τράπεζας και μισθώθηκε από τον όμιλο για αρχική περίοδο 30 ετών. Η επένδυση για τη μετατροπή του κτιρίου, το οποίο είχε μετατραπεί και σε κτίριο γραφείων φιλοξενώντας τα γραφεία της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, υπολογίζεται ότι μπορεί να προσεγγίσει ακόμη και τα 20 εκατ. ευρώ.
Το νέο ξενοδοχείο 5 αστέρων θα ονομάζεται «Κing’s Palace’», ωστόσο, κατόπιν της σχετικής συμφωνίας, θα φέρει και την υπογραφή του brand της MGallery της Accor. Η νέα μονάδα εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμη από τις αρχές του 2020, θα κάνει soft opening σε το Μάρτιο του 2020 και θα ανοίξει το Μάιο της ίδιας χρονιάς, ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση του ομίλου ΛΑΜΨΑ στην περιοχή του Συντάγματος.
Συνολικά πάντως για την ξενοδοχειακή αγορά της Αθήνας, οι επιτελείς του ομίλου εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία με το σκεπτικό ότι ο τουρισμός κάνει κύκλους και τόσο η ελληνική αγορά συνολικά, όσο και η Αθήνα έχει ακολουθήσει ένα ανοδικό σερί τα τελευταία χρόνια, το οποίο δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχιστεί επ’ αόριστο: «Επομένως η τάση των συνεχιζόμενων επενδύσεων σε ξενοδοχεία, μικρά καταλύματα, Airbnb κ.τ.λ., κινδυνεύει να γίνει φούσκα στην περίπτωση του καθοδικού κύκλου της αγοράς, δημιουργώντας -στο χειρότερο σενάριο- και μία νέα γενιά μή εξυπηρετούμενων δανείων για τις τράπεζες, δεδομένου ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται εν μέσω της γενικότερης φρενίτιδας, πραγματοποιούνται στα ψηλά».
Μία ακόμη «σκιά» φαίνεται ότι δημιουργείται και από το γεγονός ότι στη χώρα μας υπάρχει μεν αύξηση των αφίξεων, με παράλληλη μείωση ωστόσο της διάρκειας παραμονής και της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης, όπερ παραπέμπει σε προβλήματα κορεσμού με ανοικτά, πλέον, περιβαλλοντικά ζητήματα για προορισμούς που δεν έχουν τις κατάλληλες υποδομές. «Θα πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη στρατηγική για τη βελτίωση των υποδομών, λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τουριστικών ροών για έναν κλάδο που φέρνει έσοδα και αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας.
Δεν αρκούν απλά οι πανηγυρισμοί για τις αφίξεις. Υπήρξαν πρωτοβουλίες όσον αφορά το θέμα των αεροδρομίων και αντίστοιχες θα πρέπει να υπάρξουν και σε άλλους τομείς όπως π.χ. τη διαχείριση των απορριμμάτων κ.α.».