Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος πέθανε και την ίδια στιγμή κάποιοι χαίρονταν, κάποια απομεινάρια φιλοβασιλικών ζητωκραύγαζαν «ζήτω ο βασιλεύς», άλλοι έμεναν σιωπηλοί υποστηρίζοντας πως «ο νεκρός δεδικαίωται», ενώ πάρα πολλοί στην Ελλάδα ισχυρίζονταν πως γενικά και ειδικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο θάνατος ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει μια ατέρμονη συζήτηση, με πάρα πολλές προεκτάσεις, ακόμα και για το αν ήταν «τέως» ή, απλώς, έκπτωτος.
Οι αναδρομές έφτασαν στον γενικότερο ρόλο του παλατιού, για τους γονείς τού αποθανόντος, για τη στάση τους και τη συμπεριφορά τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας, για την αποστασία, την ορκωμοσία στη χούντα, το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα που διοργάνωσε ο ίδιος, τη φυγή του στη Ρώμη, τα δημοψηφίσματα για την παραμονή του στον θώκο. Η κουβέντα φυσικά και πέρασε από το Τατόι και τη βασιλική -κυριολεκτικά- αποζημίωση, το πόσο κόστισε ο ίδιος και η οικογένειά του στο ελληνικό δημόσιο. Μάλιστα, πολλοί θυμήθηκαν το τραγούδι «Ο Καραγκιόζης και ο Τέως (Ισχύς μου η αγάπη του λαού)» των Ξαρχάκου – Γκάτσου, για τον μάγκα των στίχων «που όταν ξέμεινε από φράγκα σήκωσε όλο το Τατόι, να πουλάει και να τρώει»…
Στην επόμενη φάση -όπου όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα, επαναλήφθηκαν πολλές φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με χιλιάδες αντικρουόμενες απόψεις- τέθηκε το ζήτημα για το εάν του αξίζουν ή όχι θεσμικές τιμές, ενώ η κυβερνητική απόφαση λέει ότι θα ταφεί ως ιδιώτης στο Τατόι, δίπλα στους προγόνους του, όπου τα μάρμαρα γράφουν για βασιλιάδες και βασίλισσες. Φυσικά, πολλοί σημείωσαν πως το Τατόι είναι εγκαταλελειμμένο ως οίκημα και στέκει δίπλα στα αποκαΐδια που άφησε η πρόσφατη πυρκαγιά στην περιοχή, ενώ θα έπρεπε το κράτος να το έχει κάνει αξιοθέατο. Άλλοι παρατήρησαν πως οι σημαίες στο Παναθηναϊκό Στάδιο κυμάτισαν μεσίστιες επειδή ο τέως ήταν Ολυμπιονίκης, ενώ δεν συνέβη το ίδιο και για τον αθλητή του τάε κβον ντο, Αλέξανδρο Νικολαΐδη, που χάθηκε τόσο άδικα και πρόωρα.
Το καλό είναι ότι, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, (ok, κλισέ) η συζήτηση, σε γενικές γραμμές, διεξαγόταν σε πολιτισμένα πλαίσια. Εννοείται πως δεν είμαι βέβαιος για το εάν θα συνέβαινε το ίδιο, στην περίπτωση κατά την οποία η κυβέρνηση αποφάσιζε ταφή δημοσία δαπάνη και λαϊκό προσκύνημα.
Το βέβαιο είναι πως στον καθένα μας, ανάλογα με τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις του, αυτός ο θάνατος μας υπενθύμισε πολλά. Για την ακρίβεια, όλα αυτά που κανονικά πρέπει να έχουμε συνεχώς στη ιστορική μνήμη μας.
Ναι, η Ιστορία γράφεται από ιστορικούς, αλλά τη διαδίδουν από στόμα σε στόμα πάντα οι λαοί, οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνούν τις πράξεις και τα έργα προσώπων που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο και επηρέασαν, με όποιον τρόπο, τις ζωές των Ελλήνων.
Ναι, τον νεκρό τον σεβόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα έργα του, όσο ήταν εν ζωή. Το εάν ήταν αρχηγός κράτους εκείνος το αγνόησε με όσα έκανε, ορκίζοντας τους χουντικούς, δίνοντάς τους την απόλυτη ελευθερία να καταλύσουν το πολίτευμά μας. Ας πάνε, λοιπόν, οι δικοί του να τον αποχαιρετίσουν όπως του αξίζει, οι υπόλοιποι μπορούμε να το παρακολουθήσουμε όλο αυτό ως άλλο ένα θέαμα. Και, με άλλα λόγια, πολύ ασχοληθήκαμε, αφού -εκείνοι που έπρεπε- θυμηθήκαμε για τον τέως βασιλιά, για τον έκπτωτο, όσα ακριβώς χρειάζονται στην πολιτική μνήμη μας.
Και, διάολε, είναι αυτές οι στιγμές που μου έρχεται, ανάμεσα στα υπόλοιπα, πάντα στη μνήμη αυτό που είχε γράψει ο Γάλλος συγγραφέας Ξαβιέ Φορνερέ: «Αν δεν υπήρχαν αυλικοί, δεν θα υπήρχε και βασιλιάς».