Το σχήμα «μνημονιακή αριστέρα» είναι οξύμωρο, συνιστά αντίφαση εν τοις όροις. Είναι δυνατόν ένα αριστερό κόμμα να υλοποιήσει μία πολιτική, που θα βασίζεται στις νεοφιλελεύθερες παραμέτρους των μνημονίων, έστω και ελαφρώς εξωραισμένη;

Η συζήτηση είναι εκτεταμένη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο. Η Ενωτική Κίνηση ή «Δεξιά Αριστερή Ενότητα», (όπως έχει χαρακτηριστεί μάλλον με χιούμορ η πιο δεξιά τάση του ΣΥΡΙΖΑ που πρόσκειται στην ηγεσία, όπως δείχνει και η συμμετοχή σε αυτή του πατέρα του υπουργού Επικρατείας κ. Νίκου Παππά), έδωσε την περασμένη εβδομάδα την δική της απάντηση: «Η μόνη κόκκινη γραμμή είναι η αριστερή παρένθεση», είπε. Μεθερμηνευόμενο αυτό σημαίνει ότι κάνουμε τα πάντα για να μείνουμε στην κυβέρνηση και μέσα από αυτό το πρίσμα δεχόμαστε την όποια συμφωνία θα προκύψει από τις «διαπραγματεύσεις» – που για τους αριστερούς δεν υπάρχει ψευδαίσθηση ότι συνιστούν στυγνό εκβιασμό με την απειλή ολοκληρωτικής εξόντωσης της χώρας. Εν τέλει μοιάζουν να λένε, καλύτερα την συμφωνία να την εφαρμόσει μία αριστερή κυβέρνηση, παρά μία νεοφιλελεύθερη συμμαχία που θα προκύψει ενδεχομένως από εκλογές.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει το περιεχόμενο στην «αριστερή παρένθεση»; Η ταμπέλα του κόμματος που είναι στην κυβέρνηση ή η πολιτική που ασκεί και το πρόγραμμα που υλοποιεί; Γιατί, για να είναι έστω παρένθεση αλλά με αριστερό πρόσημο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εφαρμόσει το δικό της πρόγραμμα: κατάργηση των νόμων του μνημονίου, ενίσχυση των εισοδημάτων των λαικών στρωμμάτων, πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, ενίσχυση της δημόσιας σφαίρας έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων. Η συμφωνία όμως που αποδέχθηκε κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: παγιώνει το μνημονιακό καθεστώς, περιορίζει με περικοπές και αυξήσεις εισφορών τις συντάξεις, επιβαρύνει με τους συντελεστές του ΦΠΑ τα λαικά νοικοκυριά, συνεχίζει τις ιδιωτικοποιήσεις, παγώνει στην καλύτερη περίπτωση την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και σύντομα θα έλθουν μέσω του ΟΟΣΑ και οι απελευθερώσεις επαγγελμάτων. Εν γένει η κυβέρνηση υποτάσσεται στις πιο ακραίες δυνάμεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και των πολιτικών του συμμάχων –βλ. Γερμανία.

Η κυβέρνηση που θα εφαρμόσει μία τέτοια πολιτική, μπορεί να είναι ή να μην είναι παρένθεση, παύει όμως να είναι Αριστερά. Αντίθετα κινδυνεύει να δυσφημίσει και να εξαλείψει την Αριστερά από τον πολιτικό χάρτη πριν καν αποτελέσει παρένθεση.

Υπάρχει διέξοδος;

Φυσικά το επόμενο ερώτημα είναι ποια άλλη δυνατότητα έχει; Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε μία πορεία συνεχών υποχωρήσεων, εγκαταλείποντας το ένα μετά το άλλο, τα λίγα όπλα που διέθετε, απέναντι σε ένα πολύ σκληρό εχθρό με τεχνογνωσία αιώνων σε διαπραγματεύσεις και με ένα πολυεπίπεδο γραφειοκρατικό και πολιτικό μηχανισμό. Η κυβέρνηση αρχικά έβγαλε μόνη της από το τραπέζι την απειλή της μονομερούς διαγραφής του χρέους που τρομάζει τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές. Ακολούθως απέρριψε το ενδεχόμενο της αποχώρησης από το ευρώ. Και σαν επισφράγιση εγκατέλειψε το όπλο των εκλογών ή του δημοψηφίσματος, δηλαδή την παρέμβαση του λαικού παράγοντα στις εξελίξεις, που επίσης προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις στους ευρωπαίους.

Σε χθεσινό του άρθρο στη Μοντ ο επικεφαλής του Μετώπου της Αριστεράς της Γαλλίας Ζαν Λυκ Μελανσόν αναφέρει: «…Εάν όμως εξ’ αιτίας των βιαιοτήτων της ΕΚΤ, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καταρρεύσει, εάν η Ελλάδα χρεοκοπήσει, οι Γάλλοι θα κληθούν να πληρώσουν 40 δις ευρώ και οι Γερμανοί 60 δις ευρώ. Αυτό είναι αδιανόητο. Εάν όμως βρούμε μια τεχνική συμφωνία που θα επιτρέψει τη διαγραφή του ελληνικού χρέους μέσω μηχανισμών αναδιάρθρωσης, θα αποφύγουμε όλοι μας την παράλογη αυτή δοκιμασία… Η γεωγραφία του ευρώ δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς να έχει παγκόσμιες συνέπειες. Από ένα σημείο και μετά, κυριαρχεί ο πανικός… Σε ό,τι με αφορά, θα αναζητούσα την ψήφο του λαού. Σε μια τέτοια μάχη δεν πρέπει να παραμένουμε κλειστοί. Το άνοιγμα και η δύναμη είναι, το να έχουμε μαζί μας τον λαό».

Εν κατακλείδι αριστερή κυβέρνηση με μνημονιακή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει, αν ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να διαφυλάξει έστω το «αριστερός» και να ελπίζει να διατηρήσει την κυβέρνηση, θα πρέπει να αναλάβει ξανά τα όπλα που απεμπόλησε και να εύχεται οι δανειστές να επιμείνουν στις εξωπραγματικές απαιτήσεις τους.