Το 1844 ο άγγλος πρέσβης στην Αθήνα Sir Edmud Lion έγραφε προς την Αυτού Μεγαλειότητα με τον κυνισμό που διακρίνει την αγγλική διπλωματία: “Μία ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός, η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική είτε αγγλική και επειδή δεν μπορεί να είναι ρωσική θα είναι αγγλική”.

Η σύγχρονη επιβεβαίωση του δόγματος ήταν μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ο Στάλιν παρακολουθούσε αδιάφορα τις δυνάμεις του Σκόμπι να κερδίζουν την μάχη της Αθήνας και να ξεκινούν τον εμφύλιο, τιμώντας την συμφωνία που είχε κάνει στην Τεχεράνη με τον Τσόρτσιλ όταν μοιράζανε τις σφαίρες επιρροής. Ο αγγλικός λέοντας ήταν ήδη γηρασμένος και η επικυριαρχία μεταβιβάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το βασικό δόγμα όμως δεν άλλαξε. Θα μπορούσε κανείς απλώς να αντικαταστήσει το “αγγλική” με το “αμερικανική”.

Οι ιστορικοί, πνευματικοί και θρησκευτικοί δεσμοί του ελληνικού και ρωσικού λαού, τα συμφέροντα της ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο κρατάνε ζωντανή την προσμονή του από μηχανής θεού που θα έλθει από τον Βορρά για να σώσει την χώρα στις κατά καιρούς δυσκολίες της. Μόνο που ποτέ δεν δικαιώθηκε.

Από το 1974 και μετά όλες οι ελληνικές κυβέρνησεις πλην των δύο πρόσφατων του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά προσπαθούσαν να διατηρούν και ενίοτε να αναβαθμίζουν τις σχέσεις με την Ρωσία παίζοντας το “ρωσικό χαρτί” ως αντίβαρο στην εξάρτηση από την Δύση ή για οικονομικούς καθαρά λόγους. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κάνει το άνοιγμα στην Ρωσία επί ψυχροπολεμικής εποχής μετά τους δύο Αττίλες και μεταπολιτευτικά ήταν εκείνος που εγκαινίασε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που συνέχισε και εμπλούτισε σε τριτοκοσμικούς δρόμους ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο πρωθυπουργός όμως που απογείωσε τις σχέσεις με την Ρωσία ήταν ο Κώστας Καραμανλής που είχε επισκεφθεί την Μόσχα τρεις φορές και συνολικά είχε συναντηθεί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε διάφορα διεθνή φόρα επτά φορές. Ο κ. Καραμανλής ξεκινώντας από θέματα οικονομικής πολιτικής και ενέργειας επιχείρησε να διευρύνει πράγματι το πεδίο κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης έναντι του ατλαντικού άξονα. Μέχρι που διεφάνη ότι με την πολιτική των αγωγών δημιουργούνταν προυποθέσεις μεσοπρόθεσμα να αλλάξουν πέρα από τις οικονομικές και οι γεωπολιτικές ισορροπίες. Ο Καραμανλής έχασε την εξουσία αλλά οι συμφωνίες που είχε κάνει με τον Πούτιν είχαν ήδη παγώσει με ευθύνη και της Ρωσίας. Τουλάχιστον μέχρι την κρίση της Ουκρανίας η Μόσχα έδειχνε να γνωρίζει τα γεωπολιτικά της όρια, ουδέποτε τα υπερέβη στηρίζοντας ουσιαστικά μία ελληνική κυβέρνηση να ξεπεράσει τις αντιδράσεις των αμερικανών ή των ευρωπαίων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση Τσίπρα δεν πρωτοτυπεί. Τα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου περί εναγκαλισμού Ρωσίας-Ελλάδας και πολύ περισσότερο ότι λόγω των οικονομικών δυσκολιών με την ΕΕ η Αθήνα θα αναζητήσει σωτηρία στην Μόσχα είναι απλώς υπερβολικά όταν δεν είναι υποβολιμαία. Ορθώς ο Έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποίησε το ταξίδι στην Μόσχα αναζητώντας οικονομικές και πολιτικές σχέσεις.

Στις δηλώσεις τους, Τσίπρας και Πούτιν ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί δείχνοντας ότι κατανοούν πολύ καλά τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς και τους γεωστρατηγικούς περιορισμούς. Η προσοχή αυτή είναι το μόνο ενθαρρυντικό δείγμα ότι συζήτησαν επί της ουσίας και ότι στο προσεχές διάστημα θα αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που δίνει η ελληνορωσική σχέση ο καθένας για να προωθήσει τα συμφέροντά του. Η μεν Ελλάδα για να πετύχει διεύρυνση των οικονομικών συναλλαγών και ίσως καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές, η δε Ρωσία για να χαλαρώσει την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων έχοντας έναν σύμμαχο στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Πάντα στο πλαίσιο του αρχικού δόγματος. Η Ρωσία ακόμη κι αν το επιθυμεί δεν είναι αρκετά ισχυρή για να ανατρέψει τους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς αιώνων στην περιοχή. Άλλο η Κριμαία και η Ουκρανία και άλλο η Ελλάδα.