Ως ένα ειδύλλιο συμφέροντος περιγράφει ο γαλλικός Τύπος την σχέση Τσίπρα-Ολάντ.

Είναι σαφές ότι ο Γάλλος πρόεδρος έχει τις δικές του στοχεύσεις “υιοθετώντας” την αριστερή κυβέρνηση της Αθήνας. Αναλαμβάνοντας εκεί που απέτυχε το Βερολίνο ο κ. Ολάντ στέλνει το μήνυμά του στην Ευρώπη ότι η Γαλλία είναι παρούσα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και ότι η Γερμανία παρά την οικονομική της ισχύ δεν παίζει μόνη της.

Στέλνει όμως μήνυμα και στην γαλλική και ευρωπαϊκή αριστερά, ότι εκείνος ως σοσιαλιστής αποτελεί τον συνομιλητή της μόνης αριστερής κυβέρνησης που αναστάτωσε την Ευρώπη.

Έχει όμως και καθαρά οικονομικές στοχεύσεις. Ήδη από την περίοδο Σαμαρά είχε δείξει ενδιαφέρον για τους ενεργειακούς πόρους της χώρας προτείνοντας συνεργασία, αλλά και για συγκεκριμένους τομείς όπως οι σιδηρόδρομοι, τα λιμάνια, οι αυτοκινητόδρομοι. Ο κ. Σαμαράς δεν ανταποκρίθηκε καθώς επένδυσε στην σχέση με το Βερολίνο, η οποία κατέρρευσε, αφού η άτεγκτη γερμανική λογική δεν μπορούσε να κατανοήσει τις πολιτικές καντρίλιες της Αθήνας από τις ευρωεκλογές και μετά.

Η προσέγγιση της γαλλικής κυβέρνησης διαπνέεται από διαφορετικό πνεύμα. Φαίνεται αυτό από το ύφος και τις αναφορές του Προέδρου Ολάντ στην κοινή Ιστορία και εκφράζεται στην επιδίωξη ανάπτυξης πολιτιστικών σχέσεων και εκπαιδευτικής συνεργασίας, πέρα από το σκληρό πεδίο της οικονομίας. Κυρίως όμως παρά το δύσκολο ξεκίνημα της σχέσης τους ο κ. Ολάντ εκτιμά ως πολιτικό τον Αλέξη Τσίπρα. Ο Γάλλος Πρόεδρος είχε αρνηθεί να δει τον κ. Τσίπρα όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παίζοντας τότε με τον Βαγγέλη Βενιζέλο, και εκείνος είχε ανταποδώσει με το “Ολαντρέου”, προσεγγίζοντας την αριστερά του Μελανσόν. Παρόλα αυτά ο κ. Ολάντ εκτιμά τους πολιτικούς ελιγμούς του κ. Τσίπρα. Μέσα σε τρία χρόνια αυτά άλλαξαν και ο Τσίπρας δεν δίστασε να εγκαταλείψει όλα εκείνα που είχε υποσχεθεί προκειμένου να διατηρήσει την χώρα στην ΕΕ. Όπως έγραφε χθες η Λε Μοντ επικαλούμενη γάλλο διπλωμάτη “ο Τσίπρας είναι ένας πραγματικός Μακιαβέλ και αυτό αρέσει στον Ολάντ”.

Εκεί που όλα είχαν καταρρεύσει και η Ελλάδα ήταν περισσότερο έξω παρά μέσα στην Ευρώπη, ο Ολάντ παρενέβη σε συνεννόηση με την Ουάσινγκτον. Ενθάρρυνε μία συμφωνία, μέρος της οποίας είναι και η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αποτελεί αυτό μία διέξοδο για την ελληνική κυβέρνηση. Είναι το άλλοθι για την μετάλλαξή της και την αποδοχή του μνημονίου.

Υπ αυτή την έννοια η επίσκεψη Ολάντ ανοίγει έναν δρόμο που αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για την ελληνική κυβέρνηση να σταθεροποιήσει την οικονομία και να διαμορφώσει προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση. Υπό μία όμως βασική και απαράβατη προϋπόθεση: ότι η αριστερή κυβέρνηση θα υλοποιήσει το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Εκεί δεν υπάρχουν περιθώρια, όπως φρόντισε να ξεκαθαρίσει με τον γαλατικό του τρόπο ο πρόεδρος Ολάντ. Τις συνέπειες της συνθηκολόγησης ο κ. Τσίπρας θα τις υποστεί μέχρι τέλους.