Όσο η ελληνική πλευρά καταθέτει προτάσεις “για να γεφυρώσει την διαφορά” και αγωνιά για την διατήρηση της ευρωπαικής ενότητας, τόσο οι δανειστές αυξάνουν τις απαιτήσεις τους.

Πρώτα ο κ. Γιούνκερ της ζήτησε να κόψει το ΕΚΑΣ και στις επόμενες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης απάντησαν χθες, ζητώντας της να κόψει και τις κύριες συντάξεις. “Κοινό το πρόβλημα κοινή και η λύση” ήταν το χθεσινό πρωτοσέλιδο της “Αυγής” που επιχειρηματολογούσε ότι 0,25 % του πρωτογενούς πλεονάσματος που είναι η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών, δεν δικαιολογεί το grexit και την διαίρεση της Ευρώπης. Η κυβέρνηση μιλά για πολιτική διαπραγμάτευση αλλά η κα Μέρκελ μετά την τελευταία τριμερή την παρέπεμψε στους Θεσμούς.

Η πρώτη εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν τον Ραν ταν πλαν, οι “εταίροι” την πυροβολούν με προσβλητικές απαιτήσεις κι εκείνη θεωρεί ότι αυτοί οι καλοί άνθρωποι την αγαπούν και απαντά με “προτάσεις γεφυρώματος της μικρής διαφοράς”. Στην επόμενη πρότασή της, πάντα για να διασφαλιστεί η ενότητα της Ευρώπης, οι Θεσμοί θα ζητήσουν απολύσεις στο δημόσιο.

Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση παίζει με σατανικό τρόπο το blame game. Οι προτάσεις των Θεσμών πολύ απλά δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από την ελληνική κοινωνία. Εφόσον τα πράγματα πάρουν αρνητική τροχία ποιός θα κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι δεν εξάντλησε τα περιθώριά της; Η αποστασιοποίηση της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης την αφήνει εκτεθειμένη. Γιατί εάν τελικά προκύψει το ατύχημα τί θα πει η κα Μέρκελ στο δικό της κοινό και ο κ. Ολάντ, ότι φταίνε οι τεχνοκράτες των Θεσμών που δεν τα βρήκαν με κάποιους άλλους γραφειοκράτες της Ελλάδας και έτσι μπαίνει σε περιδίνηση όλη η Ευρώπη;

Στο εσωτερικό της χώρας θα πρέπει να είναι κανείς Σαμαράς ή Θεοδωράκης για να πιστεύει ότι για τις ολοένα πιο σκληρές απαιτήσεις των δανειστών, φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν υποκύπτει για να τελειώνουμε. Αν είχαν οι δυό τους κυβέρνηση συνασπισμού θα είχαν δεχθεί τις απαιτήσεις των δανειστών; Ή μήπως κοροιδεύουν και τους εαυτούς τους με αυτά που λένε δημόσια;

Είναι σωστό ότι η κυβέρνηση δεν έχει εντολή ρήξης. Από την άλλη όμως δεν έχει ούτε εντολή να υπογράψει την παράταση της μνημονιακής πολιτικής. Και η κυβέρνηση δεν απολογείται στους δανειστές και στους εδώ συνεργάτες τους, αλλά στον λαό που την εξέλεξε. Ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών ασκεί κριτική στην κυβέρνηση γιατί διακινδυνεύει την παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ένα άλλο σημαντικό ποσοστό της ασκεί κριτική γιατί υποχωρεί στις απαιτήσεις των δανειστών. Τί θα πρέπει λοιπόν να κάνει η κυβέρνηση; Έχει μόνο μια διέξοδο, να καταλήξει σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει τις απαιτήσεις των δανειστών και στην συνέχεια να πάει σε εκλογές για να νομιμοποιήσει είτε τον επονείδιστο συμβιβασμό είτε την ρήξη. Τότε, θα φανεί πραγματικά και ποιά είναι η πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία, αν είναι οι υποστηρικτές του “πάση θυσία στο ευρώ” (αν και οι απαιτήσεις των δανειστών δεν διασφαλίζουν την παραμονή) ή οι υποστηρικτές μίας άλλης πορείας με τους δικούς της κινδύνους και αβεβαιότητες.