Από την 3η Ιανουαρίου 2018 είναι πλέον επισήμως σε εφαρμογή οι διατάξεις του Κανονισμού 600/2014/EE (MiFIR) και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (MiFID II), αλλά και των οικείων Κανονισμών που συμπληρώνουν τα νομοθετήματα. Το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την έως σήμερα ισχύουσα νομοθεσία και δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για τις εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες. Οι βασικότερες αλλαγές συναντώνται τόσο στο στάδιο της προ-συναλλακτικής δραστηριότητας όσο και σε αυτό της μετα-συναλλακτικής παρακολούθησης και στη δομή και τον τρόπο λειτουργίας των αγορών και των συμμετεχόντων σε αυτές. Η MiFID II σκοπεύει στην ενίσχυση της διαφάνειας των συναλλαγών (ειδικά σε συναλλαγές που μέχρι τώρα παρέμεναν στο σκοτάδι) και στην ενίσχυση των μηχανισμών προστασίας των επενδυτών.
Οι εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες καλούνται σήμερα να ενισχύσουν τη δομή, το ρόλο και τη λειτουργία της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, να αφιερώσουν χρόνο εκπαίδευσης του προσωπικού τους σε συνεχή και σταθερή βάση και το κυριότερο να επενδύσουν χρήματα και ανθρώπινες εργατοώρες στη δημιουργία κατάλληλης τεχνολογικής υποδομής η οποία θα επιτρέψει να αντιμετωπίσουν τη νέα εποχή μέσα από αυτοματισμούς, τόσο στο κομμάτι του ελέγχου όσο και σε αυτό της πληροφόρησης / ενημέρωσης.
Η πρόκληση αυτή παρουσιάζει πολλές μικρές ή και μεγάλες ευκαιρίες ανάλογα πάντοτε με τη δυναμική της εκάστοτε εταιρείας και τους γενικότερους στρατηγικούς της στόχους. Ο ανταγωνισμός πλέον μικραίνει. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι οι εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ευρώπη θα πρέπει να έχουν με μικρές αποκλίσεις ένα σχετικά ομοειδές περιβάλλον παροχής αυτών των υπηρεσιών. Η διαφοροποίηση μιας εταιρείας σε σχέση με μια άλλη δε θα αφορά τόσο τα θέματα οργάνωσης, αυτοματοποιημένων μηχανισμών ή διαφάνειας, αφού αυτά είναι πλέον προαπαιτούμενα. Η εστίαση θα δοθεί στην ικανότητα να επιτυγχάνει κανείς τους στόχους και τις ανάγκες των επενδυτών μέσα από επιστημονικότερες μεθόδους παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίων και βέβαια μέσα από την εφαρμογή μεθόδων που αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων. Οι επενδυτικές υπηρεσίες βρίσκουν πλέον τον πραγματικό τους ρόλο και η διαφάνεια βοηθάει αυτούς που πραγματικά προσφέρουν προστιθέμενη αξία στον επενδυτή / πελάτη τους.
Η αυξημένη εναρμόνιση των επενδυτικών υπηρεσιών στην Ευρώπη βοηθάει ολοένα και περισσότερο τις εταιρείες να κινηθούν σε ένα περισσότερο διεθνοποιημένο περιβάλλον. Να επενδύσουν στην επέκταση των υπηρεσιών τους και να βελτιστοποιήσουν τις μεθόδους με τις οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες. Η ειδική αντιμετώπιση ή οι εξαιρέσεις λιγοστεύουν. Η δύναμη του πολύ ισχυρού ουσιαστικά ελαττώνεται και ρόλο αναλαμβάνουν οι εξειδικευμένες εταιρείες “προστιθέμενης επενδυτικής αξίας”. Η δημιουργία οχημάτων για τη βελτιστοποίηση που αναφέρουμε παραπάνω ευνοούν τον κλάδο των Αμοιβαίων Κεφαλαίων που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει σημαντική άνθιση. Είτε με βάση το Λουξεμβούργο, είτε με βάση την Κύπρο αλλά και την Ελλάδα, εταιρείες επιλέγουν τη δημιουργία εταιρειών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (UCITS) και Εναλλακτικών Αμοιβαίων Κεφαλαίων (AIFs), με σκοπό την ευέλικτη προσέγγιση των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων το οποίο τελικά δρα προς όφελος των επενδυτών: ουσιαστικότερη κατανόηση, ευκολότερη συμμετοχή, διαφανής σύγκριση αποτελεσμάτων. Οι μικρές εταιρείες θα πρέπει, χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να δημιουργήσουν τα δικά τους Αμοιβαία Κεφάλαια (white labelling) και να ανταγωνιστούν επί ίσης όροις στο “ στίβο” της αγοράς επενδύσεων.
Έχοντας πει τα παραπάνω θα ήταν παράλογο να παραβλέψω τις δυσκολίες που το νέο νομοθετικό πλαίσιο επιφέρει στις εταιρείες. Μεγάλα κόστη εναρμόνισης, υψηλότερη γραφειοκρατία και επομένως αυξημένοι κίνδυνοι μείωσης των εσόδων σε μια δύσκολη εποχή για την ελληνική αγορά και την οικονομία γενικότερα. Το πλέον λογικό θα ήταν οι μικρότερες εταιρείες να βρουν μια στέγη κάτω από μεγαλύτερες και οικονομικά πιο εύρωστες εταιρείες ή να οδηγηθούν σε συνεργασίες / συγχωνεύσεις με σκοπό την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και την εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας. Η άποψή μας είναι ότι κάθε φαινομενικά δύσκολο βήμα έχει πολλές θετικές πτυχές. Το σίγουρο είναι ότι η δομή λειτουργίας των εταιρειών θα πρέπει να αλλάξει και οι στρατηγικοί στόχοι να επαναπροσδιοριστούν. Η MiFID II ανοίγει το δρόμο σε ένα καλύτερο επενδυτικό αύριο, οδηγώντας τον ανταγωνισμό στον πραγματικό του ρόλο. Το ρόλο της βέλτιστης ικανοποίησης των αναγκών και στόχων του επενδυτή.
*Ο κ. Ιωάννης Μαρκάκης είναι Διευθυντής Διαχείρισης Χαρτοφυλακίων και Επενδυτικής Στρατηγικής Euroxx Wealth Management