Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε και παρακολουθεί η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα την εξέλιξη της υπόθεσης των τεσσάρων ελληνόκτητων δεξαμενόπλοιων που μπήκαν στη μαύρη λίστα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών διότι μετέφεραν πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα, σπάζοντας το εμπάργκο των ΗΠΑ. Γιατί δεν είναι μόνο οι τέσσερις αυτές ελληνικών συμφερόντων εταιρείες αλλά πολλές περισσότερες. Ο φόβος ήταν ότι στην περίπτωση που οι αμερικανικές αρχές δεν σταματούσαν στην πλοιοκτήτρια του δεξαμενόπλοιου εταιρεία αλλά έκαναν έλεγχο και στον ναυτιλιακό όμιλο στον οποίο υπάγεται αυτή, τότε θα κατέρρεε η ελληνόκτητη ναυτιλία. Θα σταματούσαν τα πλοία του Ομίλου όπου βρισκόντουσαν, τα δάνεια θα ήταν υπερήμερα, οι ασφαλιστικές δεν θα κάλυπταν τον στόλο, μεγάλα νηολόγια θα διέγραφαν τα πλοία του Ομίλου, νηογνώμονες θα έλυναν τη συνεργασία τους και φυσικά τα πλοία δεν θα είχαν φορτία να μεταφέρουν.
Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Μαξίμου ενώ ακολούθησε την διπλωματική οδό μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο ρόλος του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ ήταν καταλυτικός ώστε να μην εξελιχθεί η πληγή σε γάγγραινα. Η συνάντηση που είχε, την περασμένη Δευτέρα, με τον πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, Θεόδωρο Βενιάμη, ο οποίος διαδραμάτισε τον δικό του σημαντικό ρόλο, ήταν περισσότερο για τυπικούς λόγους αφού οι δύο άνδρες είχαν νωρίτερα επικοινωνήσει και βρει ένα modus vivendi.
Η ανακοίνωση που εξέδωσε μία ημέρα αργότερα η ΕΕΕ, κάνοντας ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες εφοπλιστές θα τηρήσουν μέχρι κεραίας τα όσα προβλέπουν οι κυρώσεις των ΗΠΑ προς τη Βενεζουέλα, έκανε κάποιους να πάρουν ανάσα.
Το συμπέρασμα όμως από όλη αυτή την ιστορία είναι ότι ο ισχυρότερος και πιο ακριβός εμπορικός στόλος του κόσμου, ο ελληνόκτητος φάνηκε μπροστά στις ΗΠΑ “εύθραυστος”.
Μ. Τσαμ